έχων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἔχων

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έχων
έχοντας
η έχουσα το έχον
      γενική του έχοντος
έχοντα
της έχουσας
εχούσης*
του έχοντος
    αιτιατική τον έχοντα την έχουσα το έχον
     κλητική έχων
έχοντα
έχουσα έχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έχοντες οι έχουσες τα έχοντα
      γενική των εχόντων των εχουσών των εχόντων
    αιτιατική τους έχοντες τις έχουσες τα έχοντα
     κλητική έχοντες έχουσες έχοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έχων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἔχω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈe.xon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐χων
ομόηχο: έχον

Μετοχή[επεξεργασία]

έχων, -ουσα, -ον

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]