αδαμιαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδαμιαίος < Αδάμ
Επίθετο
[επεξεργασία]αδαμιαίος -α -ο
- που αναφέρεται ή μοιάζει στον Αδάμ, τον πρώτο άνθρωπο, και κυρίως στη γύμνια του
- εμφανίστηκε με αδαμιαία περιβολή - (δηλαδή γυμνός)