αδιαμεσολάβητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδιαμεσολάβητος < α- + διαμεσολαβώ + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αδιαμεσολάβητος
- που γίνεται χωρίς διαμεσολάβηση
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αδιαμεσολάβητα
- → δείτε τη λέξη διαμεσολαβώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδιαμεσολάβητος
|