ακτιβίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακτιβίστρια < ακτιβιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακτιβίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ακτιβιστής