activiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ak.ti.vist/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
activiste activistes

activiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]