αλδιμίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλδιμίνη θηλυκό
- (χημεία) οποιαδήποτε ιμίνη που προέρχεται από αλδεΰδη
- αζωτούχα οργανική ένωση που φέρει στο μόριό της μία τουλάχιστον αλδιμινομάδα, δηλαδή R–CH=N–R, ως κύρια χαρακτηριστική ομάδα