αλουμινάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλουμινάς < αλουμίνιο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλουμινάς αρσενικό
- (επάγγελμα) ο έμπορος ή κατασκευαστής ειδών από αλουμίνιο
- (ειδικότερα) τεχνίτης που ασχολείται με την κατασκευή και τοποθέτηση κουφωμάτων από αλουμίνιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλουμινάς
|