αμαλγάμωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμαλγάμωση | οι | αμαλγαμώσεις |
γενική | της | αμαλγάμωσης* | των | αμαλγαμώσεων |
αιτιατική | την | αμαλγάμωση | τις | αμαλγαμώσεις |
κλητική | αμαλγάμωση | αμαλγαμώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμαλγαμώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμαλγάμωση < αμαλγαμώνω + -ωση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμαλγάμωση θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αμάλγαμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμαλγάμωση
|