ανατροφοδοτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανατροφοδοτώ < ανα- + τροφοδοτώ

ανατροφοδοτώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]