ανατροφοδότηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανατροφοδότηση οι ανατροφοδοτήσεις
      γενική της ανατροφοδότησης* των ανατροφοδοτήσεων
    αιτιατική την ανατροφοδότηση τις ανατροφοδοτήσεις
     κλητική ανατροφοδότηση ανατροφοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανατροφοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανατροφοδότηση < (καθαρεύουσα) ἀνατροφοδότη(σις) + -ση. Αναλύεται σε ανα- + τροφοδότηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.na.tɾo.foˈðo.ti.si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανατροφοδότηση θηλυκό

  1. η τροφοδότηση εκ νέου
  2. (τεχνολογία) ανάδραση

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]