αναχαιτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀναχαιτίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναχαιτίζω < αρχαία ελληνική ἀναχαιτίζω < ἀνά + χαίτη

αναχαιτίζω παθητική φωνή: αναχαιτίζομαι)

  1. αποκρούω μια επίθεση και αναγκάζω τον επιτιθέμενο να οπισθοχωρήσει
  2. (μεταφορικά) σταματάω μια ανοδική πορεία

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]