ανεφυάλωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ne.fiˈa.lo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐φυ‐ά‐λω‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]ανεφυάλωτος, -η, -ο
- (σπάνιο) που δεν έχει υποστεί εφυάλωση, γυάλωμα
- ※ Ταφικό ομοίωμα αλόγου από ανεφυάλωτο πηλό με γραπτή διακόσμηση.
- Τίτλος εκθέματος ΓΕ 2175, Μουσείο Μπενάκη
- ※ Ταφικό ομοίωμα αλόγου από ανεφυάλωτο πηλό με γραπτή διακόσμηση.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Διαφορετικό το εμφιαλώνω.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεφυάλωτος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αν- από το στερητικό α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εφ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)