ανιμαλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανιμαλισμός αρσενικό
- (θρησκεία) ζωολατρία
- (βιολογία) (παρωχημένο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανιμαλισμός
|