ανταλλάξιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανταλλάξιμος < ανταλλάσσω + -ιμος
Επίθετο
[επεξεργασία]ανταλλάξιμος, -η, -ο
- που πρόκειται να δοθεί ή δόθηκε για ανταλλαγή ή είναι δυνατόν να ανταλλαγεί
- (ουσιαστικοποιημένο) ανταλλάξιμοι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ανταλλάσσω, αλλάζω και άλλος