αντιβασιλέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιβασιλέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντιβασιλεύς < αντι- + βασιλέας
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /an.di.va.siˈle.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐βα‐σι‐λέ‐ας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιβασιλέας αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιβασιλέας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αμφορέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντι- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)