βασιλέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βασιλέας οι βασιλείς
      γενική του βασιλέα των βασιλέων
    αιτιατική τον βασιλέα τους βασιλείς
     κλητική βασιλέα βασιλείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βασιλέας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βασιλέας< αρχαία ελληνική βασιλεύς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /va.siˈle.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐σι‐λέ‐ας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βασιλέας αρσενικό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βασιλέας < βασιλεύς, από την αιτιατική ενικού «τὸν βασιλέα» < αρχαία ελληνική βασιλεύς
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: βασιλέας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βασιλέας αρσενικό (θηλυκό βασίλισσα)

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε το ετυμολογικό πεδίο στο βασιλεύς

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

βασιλέας αρσενικό