αντιβασιλεύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀντιβασιλεύς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντιβασιλεύς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντιβασιλεύς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αντιβασιλεύς αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἀντιβασιλεύς)

  • «αντιβασιλέας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)