αντιδιαβητικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντιδιαβητικό, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιδιαβητικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αντιδιαβητικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αντιδιαβητικό

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντιδιαβητικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιδιαβητικός