αντιδιαβητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιδιαβητικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antidiabetic < anti- + diabetic < (ελληνιστική κοινή) διαβήτης
Επίθετο
[επεξεργασία]αντιδιαβητικός
- που καταπολεμά τον διαβήτη
- αντιδιαβητικός παράγοντας
- αντιδιαβητικό φάρμακο
- αντιδιαβητική δράση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιδιαβητικός
|