αντινομισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντινομισμός αρσενικό
- (θρησκεία) θεωρία και πρακτική που απορρίπτει τον θεϊκό ή ηθικό νόμο προτάσσοντας την ελευθερία της βούλησης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αντινομιστής
- αντινομιστικά
- αντινομιστικός
- → δείτε τη λέξη νόμος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντινομισμός
|