αντιστοιχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀντιστοιχῶ, αντιστοιχίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντιστοιχώ < αρχαία ελληνική ἀντιστοιχέω / ἀντιστοιχῶ < ἀντίστοιχος < ἀντί + στοῖχος < στείχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατώ) ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική correspond)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /an.di.stiˈxo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐στοι‐χώ

αντιστοιχώ

  1. βρίσκομαι σε αντιστοιχία, σε συμμετρική σχέση με κάτι άλλο
  2. είμαι ανάλογος, ισοδύναμος ή παρόμοιος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]