ανυψώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανυψώνω < (ελληνιστική κοινήἀνυψόω / ἀνυψῶ < ὑψόω / ὑψῶ < αρχαία ελληνική ὕψος < ὕψι

ανυψώνω (παθητική φωνή: ανυψώνομαι)

  1. ανεβάζω κάποιον ή κάτι ψηλά
  2. (μεταφορικά) αναδείχνω, εξυψώνω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]