απαξάπας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαξάπας < αρχαία ελληνική ἁπαξάπας < ἅπαξ + ἅπας
Επίθετο
[επεξεργασία]απαξάπας, απαξάπασα, απαξάπαν
Δείτε επίσης : ἁπαξάπας |
απαξάπας, απαξάπασα, απαξάπαν