απεργοσπάστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απεργοσπάστης < απεργός + -ο- + σπάω + -της ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική strikebreaker)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απεργοσπάστης αρσενικό
- αυτός που δεν συμμετέχει σε απεργία γιατί δουλεύει κανονικά αντί να απεργεί
- αυτός που προσλαμβάνεται προσωρινά για να αντικαταστήσει κάποιον που απεργεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- απεργοσπάστρια
- απεργοσπαστικός
- απεργοσπαστικά
- → δείτε τις λέξεις απεργός, έργο και σπάω