jaune

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jaune jaunes

jaune (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • κίτρινος
    le papier est jaune - το χαρτί είναι κίτρινο
    la fièvre jaune - ο κίτρινος πυρετός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jaune (fr)

  1. (χρώμα) κίτρινο (το χρώμα)
    jaune clair, jaune foncé - ανοιχτό κίτρινο, σκούρο κίτρινο
  2. ο απεργοσπάστης