αποδιάρθρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποδιάρθρωση | οι | αποδιαρθρώσεις |
γενική | της | αποδιάρθρωσης* | των | αποδιαρθρώσεων |
αιτιατική | την | αποδιάρθρωση | τις | αποδιαρθρώσεις |
κλητική | αποδιάρθρωση | αποδιαρθρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδιαρθρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποδιάρθρωση < αποδιαρθρώνω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποδιάρθρωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αποδιαρθρώνω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αποδιαρθρώνω, αρθρώνω και άρθρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποδιάρθρωση