αποδιαρθρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποδιαρθρώνω < από + διαρθρώνω

αποδιαρθρώνω (παθητική φωνή: αποδιαρθρώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]