αποζήτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποζήτηση | οι | αποζητήσεις |
γενική | της | αποζήτησης* | των | αποζητήσεων |
αιτιατική | την | αποζήτηση | τις | αποζητήσεις |
κλητική | αποζήτηση | αποζητήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποζητήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποζήτηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποζητώ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποζήτηση
|