αποκρυφισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποκρυφισμός οι αποκρυφισμοί
      γενική του αποκρυφισμού των αποκρυφισμών
    αιτιατική τον αποκρυφισμό τους αποκρυφισμούς
     κλητική αποκρυφισμέ αποκρυφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποκρυφισμός < απόκρυφος + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική occultisme)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αποκρυφισμός αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]