αποπυρηνικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποπυρηνικοποίηση | οι | αποπυρηνικοποιήσεις |
γενική | της | αποπυρηνικοποίησης* | των | αποπυρηνικοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποπυρηνικοποίηση | τις | αποπυρηνικοποιήσεις |
κλητική | αποπυρηνικοποίηση | αποπυρηνικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπυρηνικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποπυρηνικοποίηση < αποπυρηνικοποιώ + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποπυρηνικοποίηση θηλυκό
- η απομάκρυνση των πυρηνικών όπλων από μια περιοχή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποπυρηνικοποίηση