αποπυρηνικοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποπυρηνικοποιώ < απο- + πυρηνικός + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική denuclearise)

αποπυρηνικοποιώ (παθητική φωνή: αποπυρηνικοποιούμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]