απορρυθμιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απορρυθμιστικός < απορρύθμιση + -τικός
Επίθετο
[επεξεργασία]απορρυθμιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απορρύθμιση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει στην δημιουργία της
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- απορρυθμιστικά
- → δείτε τις λέξεις απορρυθμίζω, ρυθμίζω και ρυθμός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απορρυθμιστικός