αποσυγκεντρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποσυγκεντρώνω < απο- + συγκεντρώνω

αποσυγκεντρώνω (παθητική φωνή: αποσυγκεντρώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]