αποκεντρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποκεντρώνω < απο- + κέντρο + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décentraliser)

αποκεντρώνω (παθητική φωνή: αποκεντρώνομαι)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]