αποσυμφορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποσυμφορώ < αποσυμφόρηση + (αναδρομικός σχηματισμός) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décongestionner)

αποσυμφορώ (παθητική φωνή: αποσυμφορούμαι)

  1. μειώνω ή εξαλείφω το στρίμωγμα ή τον συνωστισμό, περιορίζοντας τα πράγματα, πρόσωπα ή οχήματα που υπάρχουν ή κινούνται σε κάποιο χώρο
  2. ξεβουλώνω το αναπνευστικό σύστημα, το απελευθερώνω από τις εκκρίσεις ή οτιδήποτε άλλο εμποδίζει την ελεύθερη διακίνηση του αέρα
  3. μειώνω τις εργασίες που πρέπει να διεκπεραιωθούν από κάποια υπηρεσία, διευκολύνοντας το έργο της

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]