αποσφράγιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποσφράγιση | οι | αποσφραγίσεις |
γενική | της | αποσφράγισης* | των | αποσφραγίσεων |
αιτιατική | την | αποσφράγιση | τις | αποσφραγίσεις |
κλητική | αποσφράγιση | αποσφραγίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσφραγίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποσφράγιση < αποσφραγίζω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποσφράγιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποσφραγίζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αποσφραγίζω, σφραγίζω και σφραγίδα