αποταμίευμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποταμίευμα < αποταμιεύω + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποταμίευμα ουδέτερο
- (οικονομία) (κυριολεκτικά) το αποτέλεσμα τού αποταμιεύω, το ποσό που κάποιος έχει αποταμιεύσει
- (μεταφορικά) ό,τι σε πνευματικό, ψυχικό ή ηθικό επίπεδο έχει «αποταμιεύσει» κάποιος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποταμίευση
|