αποφόρτιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποφόρτιση | οι | αποφορτίσεις |
γενική | της | αποφόρτισης* | των | αποφορτίσεων |
αιτιατική | την | αποφόρτιση | τις | αποφορτίσεις |
κλητική | αποφόρτιση | αποφορτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποφορτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποφόρτιση < αποφορτίζω + -ση (1. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική déchargement)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποφόρτιση θηλυκό
- (τεχνολογία) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφορτίζω
- (μεταφορικά) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφορτίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποφόρτιση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)