εκφόρτιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκφόρτιση | οι | εκφορτίσεις |
γενική | της | εκφόρτισης* | των | εκφορτίσεων |
αιτιατική | την | εκφόρτιση | τις | εκφορτίσεις |
κλητική | εκφόρτιση | εκφορτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκφορτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκφόρτιση θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκφόρτιση
|