αραιοκατοικημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αραιοκατοικημένος < αραιο- (αραιός / αραιά) + κατοικημένος
Μετοχή
[επεξεργασία]αραιοκατοικημένος, -η, -ο
αραιοκατοικημένος, -η, -ο