κατοικημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατοικημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατοικούμαι
Μετοχή
[επεξεργασία]κατοικημένος, -η ,-ο
- που κατοικείται, όπου διαμένουν άνθρωποι
- μετά από τόσες μέρες στη ζούγκλα φτάσαμε επιτέλους σε κατοικημένη περιοχή