αρδεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αρδεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρδεύω
- θα αρδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρδεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αρδεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του άρδευση