αρόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρόω < αρχαία ελληνική ρίζ. αρ-, αρόω-ω λατινικά ar-o=καλλιεργώ.
Ρήμα
[επεξεργασία]αρόω
παράγωγα
[επεξεργασία]γνωμικά
[επεξεργασία]- «ἄχθος ἀρούρης», Πλάτων, [28d]= βάρος της γης