sail

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Sail

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sail sails

sail (en)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας sail
γ΄ ενικό ενεστώτα sails
αόριστος sailed
παθητική μετοχή sailed
ενεργητική μετοχή sailing

sail (en)

  1. (αθλητισμός) κάνω ιστιοπλοΐα
  2. (ναυτικός όρος)ανοίγω πανιά, ταξιδεύω, πηγαίνω (χρησιμοποιώντας ιστιοπλοϊκό μέσο)

Παράγωγα[επεξεργασία]



Βασκικά (eu)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sail (eu)