ασπάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀσπάζομαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ασπάζομαι < αρχαία ελληνική ἀσπάζομαι

ασπάζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. φιλάω, αγκαλιάζω
  2. δέχομαι, αποδέχομαι, παραδέχομαι, υιοθετώ, εγκολπώνομαι
  3. ενστερνίζομαι μια ιδεολογία ή γίνομαι πιστός μιας θρησκείας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]