ασπαζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]ασπαζόμενος, -η, -ο
- (παρωχημένο) αυτός που ασπάζεται, φιλάει
- αυτός που συμφωνεί με μια θεωρία, την αποδέχεται, που συντάσσεται με κάποια ιδεώδη
- Δέχτηκε να συμμετάσχει ως υποψήφιος ασπαζόμενος τα ίδια πολιτικά ιδεώδη με τους...
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασπαζόμενος
|