αστικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αστικοποίηση | οι | αστικοποιήσεις |
γενική | της | αστικοποίησης* | των | αστικοποιήσεων |
αιτιατική | την | αστικοποίηση | τις | αστικοποιήσεις |
κλητική | αστικοποίηση | αστικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αστικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστικοποίηση < αστικοποιώ + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αστικοποίηση θηλυκό
- η ένταξη στην αστική τάξη, ενός ατόμου ή ενός τμήματος του πληθυσμού μιας περιοχής
- η αποδοχή της αστικής κουλτούρας και του αστικού τρόπου ζωής
- η μετατροπή μιας περιοχής σε αστικό κέντρο
- η διαρκής και συστηματική συσσώρευση πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αστικοποιώ, αστός και ποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αστικοποίηση