αστικοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αστικοποιώ < αστικός + ποιώ

αστικοποιώ

  • εντάσσω στην αστική τάξη ένα άτομο ή ένα τμήμα του αγροτικού ή εργατικού πληθυσμού
  • ενθαρρύνω μέσα από συγκεκριμένα μέτρα ή ενέργειες την αστικοποίηση μια περιοχής ή ενός τμήματος του πληθυσμού


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]