ασχημαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ασχημαίνω < άσχημος

ασχημαίνω

  1. κάνω κάποιον ή κάτι δύσμορφο
  2. γίνομαι άσχημος, δύσμορφος
  3. ασχημίζω
    παρά τις επιθυμίες της, μετά την αποτυχημένη της πλαστική εγχείρηση, ασχήμυνε περισσότερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]