ατερμάτιστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατερμάτιστα < ατερμάτιστος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]ατερμάτιστα
- χωρίς να τερματίζει
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατερμάτιστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ατερμάτιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ατερμάτιστος